- πανάχραντος
- -η, -οάσπιλος, ο ολότελα αγνός, αμόλυντος (κυρίως επίθ. της Θεοτόκου).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανάχραντος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ πανάχραντος, ον) 1. εντελώς ακηλίδωτος, τελείως αμόλυντος, άσπιλος 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Πανάχραντος μία από τις συνηθέστερες προσωνυμίες τής Θεοτόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄχραντος] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανάσπιλος — πανάσπιλος, ον (Α) (για την Θεοτόκο) τελείως άσπιλος, πανάχραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄσπιλος] … Dictionary of Greek
παναγής — (I) παναγής, ές (ΑΜ) αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσ αγής]. (II) παναγής, ές (Α) πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος… … Dictionary of Greek
παναμόλυντος — παναμόλυντος, ον (Α) (για την Παρθένο) τελείως άσπιλος, πανάχραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμόλυντος] … Dictionary of Greek
παντάχραντος — ον, Α πανάχραντος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἄχραντος «αμόλυντος»] … Dictionary of Greek